- εναρμόνιος
- ος , ον гармоничный, гармонический; согласованный; стройный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐναρμόνιος — of musical sound masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναρμόνιος — α, ο (AM ἐναρμόνιος, ον) αρμονικός, μουσικός, μελωδικός νεοελλ. μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεση αρχ. 1. αυτός που συμφωνεί,… … Dictionary of Greek
εναρμόνιος — α, ο που βρίσκεται σε αρμονία με κάτι άλλο, αρμονικός, ταιριαστός: Εναρμόνιοι φθόγγοι (που παράγουν τον ίδιο ήχο, έχουν όμως διαφορετική ονομασία: «ντο δίεση» και «ρε ύφεση») … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναρμονιώτερον — ἐναρμόνιος of musical sound masc acc comp sg ἐναρμόνιος of musical sound neut nom/voc/acc comp sg ἐναρμόνιος of musical sound adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρμονίως — ἐναρμόνιος of musical sound adverbial ἐναρμόνιος of musical sound masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρμόνιον — ἐναρμόνιος of musical sound masc/fem acc sg ἐναρμόνιος of musical sound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρμονίοις — ἐναρμόνιος of musical sound masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρμονίου — ἐναρμόνιος of musical sound masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρμονίους — ἐναρμόνιος of musical sound masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρμονίων — ἐναρμόνιος of musical sound masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρμονίῳ — ἐναρμόνιος of musical sound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)